ἀλλοτριοφαγίας

ἀλλοτριοφαγίας
ἀλλοτριοφαγίᾱς , ἀλλοτριοφαγία
fem acc pl
ἀλλοτριοφαγίᾱς , ἀλλοτριοφαγία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλλοτριοφαγικός — ή, ό [αλλοτριοφαγία] ο σχετικός με την πάθηση τής αλλοτριοφαγίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”